- τρισκακοδαίμων
- -ον, Ατρεις φορές κακοδαίμων, πολύ κακομοίρης.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ- / τρι-* + κακο-δαίμων «δυστυχής»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρισκακοδαίμων — thrice unlucky masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισκακοδαίμονα — τρισκακοδαίμων thrice unlucky neut nom/voc/acc pl τρισκακοδαίμων thrice unlucky masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισκακοδαίμονας — τρισκακοδαίμων thrice unlucky masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαίμονας — ο (θηλ. δαιμόνισσα, η) (AM δαίμων, ο Α θηλ. δαίμων, η και δαιμονίς, η) πονηρό πνεύμα, διάβολος νεοελλ. 1. (για ανθρώπους) έξυπνος αλλά καταχθόνιος 2. (σε αναφώνηση οργής ή εκπλήξεως) «τί δαίμονα!», «να πάρει ο δαίμονας!» 3. δαίμων ο αστέρας β τού … Dictionary of Greek